ἀπρόσμαχος

Revision as of 14:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, irresistible, S. Tr.1098; τινί Luc.Tox.48.

Spanish (DGE)

(ἀπρόσμᾰχος) -ον
1 de pers. y abstr. irresistible, contra quien no se puede luchar τέρας S.Tr.1098, θηρίου ὄψις Luc.Dom.22, σοφία Luc.Fug.10, εἶδος Orph.H.1.6, εὖχος Orph.H.72.4, cf. Posidonius 2, Poll.1.157
c. dat. τὸ τοιοῦτο σύνταγμα ... ἀπρόσμαχον τοῖς ἐχθροῖς Luc.Tox.48, ὁ Ἀντίγονος καὶ ἦν τοῖς ὅλοις ἀ. Epit.Heidel.3.2.
2 de cosas inexpugnable τὸ ἀ. ... τοῦ πύργου μέρος Polyaen.2.27.2.

German (Pape)

[Seite 339] unüberwindlich, τέρας, der Cerberus, Soph. Tr. 1088; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσμαχος: -ον, ἀκαταμάχητος, ἀκαταγώνιστος, Σοφ. Τρ. 1098· τινὶ Λουκ. Τόξ. 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contre qui l'on ne peut combattre, irrésistible.
Étymologie: , προσμάχομαι.

Greek Monolingual

ἀπρόσμαχος, -ον (Α)
ακατανίκητος, ακαταμάχητος.

Greek Monotonic

ἀπρόσμᾰχος: -ον (προσμάχομαι), ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσμᾰχος: неодолимый, непобедимый (τέρας Soph.; φάλαγξ Plut.; ἀ. τοῖς ἐχθροῖς Luc.).

Middle Liddell

προσμάχομαι
irresistible, Soph.

English (Woodhouse)

irresistable