ἁμαξηγός

Revision as of 15:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ὁ, = Βοώτης, Eust.1535.29.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ conductor del carro de la estrella Arturo, Eust.1535.30.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξηγός: ὁ, = ἁμαξηλάτης, Εὐστάθ. 1535.

Greek Monolingual

ἁμαξηγός, ο (Μ)
οδηγός άμαξας, ηνίοχος, αμαξηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -αγός < ἄγω, με επίδραση του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η-(-ηγός) του β΄ συνθετικού].