ἁρπακτήρ

Revision as of 15:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, robber, Il.24.262, Opp.H.1.373; Περσεφονείης Nonn.D.6.92, Jul. Or.2.87a.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
rapaz, ladrón ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων ... ἁρπακτῆρες Il.24.262, κύνες ἁρπακτῆρες Opp.H.1.373, λύκοι Lyc.147
raptor Περσεφονείης Nonn.D.6.92, cf. Iul.Or.3.87a.

German (Pape)

[Seite 358] ῆρος, ὁ, der Räuber, Il. 24, 262 u. sp. D., z. B. Ἅιδης Callim. ep. 47 (VII, 80).

Greek (Liddell-Scott)

ἁρπακτήρ: ὁ ληστής, Ἰλ. Ω. 262, Ὀππ. Ἁλ. 1. 373· ὡσαύτως Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 6, μετὰ διαφ. γραφ. ἁρπακτής, Γλωσσ., προσέτι, ἁρπάκτωρ, ἐν Ἐφραίμ. Καισ. 1194.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
ravisseur.
Étymologie: ἁρπάζω.

English (Autenrieth)

ῆρος: robber, Il. 24.262†.

Greek Monolingual

ἁρπακτήρ (-ήρος), ο (θηλ., -κτειρα) (Α) αρπάζω
ο κλέφτης.

Greek Monotonic

ἁρπακτήρ: ὁ (ἁρπάζω), άρπαγας, κλέφτης, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἁρπακτήρ: ῆρος ὁ похититель, грабитель Hom., Anth.

Middle Liddell

ἁρπάζω
a robber, Il.