ἐμπερονατρίς
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ίδος, ἡ,= ἐμπερόνημα 1, Hsch.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ capa o manto doble Hsch., cf. ἐμπερόνημα 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερονατρίς: -ίδος, ἡ, «ἱμάτιον διπλοῦν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐμπερονατρίς, η (Α)
διπλό ιμάτιο, διπλοΐς.