περίλοιπος

Revision as of 08:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, περιλιπής (remaining, remnant, leftover, left, surviving), Ar.Fr.160, Th.1.74, al., Arist.Oec.1350b13, LXX Am.5.15.

German (Pape)

[Seite 582] = περιλιπής, Thuc. 1, 74 u. Sp., wie Luc. Tox. 2 Plut. Pericl. 36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reste, qui survit.
Étymologie: περιλείπομαι.

Greek (Liddell-Scott)

περίλοιπος: -ον, = περιλιπής, ὁ ἀπομείνας,! Ἀριστοφ.! Ἀποσπ. 208, Θουκ. 1. 74.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ περιλείπομαι
υπόλοιπος.

Greek Monotonic

περίλοιπος: -ον = περιλιπής, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

περίλοιπος: Thuc., Arph., Luc., Plut. = περιλιπής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίλοιπος -ον [περιλείπω] resterend.

Middle Liddell

περίλοιπος, ον, = περιλιπής, Thuc.]