ἀχρήματος

Revision as of 14:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, without money or means, Hdt.1.89, Timocl.9.7; ἀ. τὴν πόλιν ποιεῖν Arist.Pol.1271b16; μήτ' ἀχρημάτοισι λάμπειν φῶς on the poor, A.Pers.167.

Spanish (DGE)

(ἀχρήμᾰτος) -ον
pobre, sin dinero μήτ' ἀχρημάτοισι λάμπειν φῶς A.Pers.167, Πέρσαι ... εἰσὶ ἀχρήματοι Hdt.1.89, πόλις Arist.Pol.1271b16, cf. Plu.2.1125e, δίαιτα Plu.2.354a, cf. S.Fr.560, Poll.3.35.

German (Pape)

[Seite 419] (χρῆμα), ohne Geld, arm, Aesch. Pers. 165; Her. 1, 89 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans argent, pauvre;
2 qui ne cause pas de dépenses.
Étymologie: , χρῆμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρήμᾰτος: -ον, ὁ στερούμενος χρημάτων ἢ μέσων, Ἡρόδ. 1. 89· ἀχρ. τὴν πόλιν ποιεῖν Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 37· μήτ’ ἀχρημάτοισι λάμπειν φῶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 167· πρβλ. ἀποχρήματος.

Greek Monolingual

ἀχρήματος, -ον (Α)
ο χωρίς χρήματα.

Greek Monotonic

ἀχρήμᾰτος: -ον (χρήματα), αυτός που δεν έχει χρήματα ή μέσα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχρήμᾰτος:
1) не имеющий средств или денег, нуждающийся, бедный Aesch., Her., Arst., Plut.;
2) дешевый, скромный (δίαιτα Plut.).

Middle Liddell

[χρήματα]
without money or means, Hdt., Aesch.