Ἀργολίζω

Revision as of 14:21, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

take the part of the Argives, X.HG4.8.34, Ephor. 137.

French (Bailly abrégé)

être du parti des Argiens;
Ἀργολίς.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀργολίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, λαμβάνω τὸ μέρος τῶν Ἀργείων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 34, Ἔφορ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λέξει Ἄργος.

Greek Monotonic

Ἀργολίζω: αττ. μέλ. -ιῶ, παίρνω το μέρος των Αργείων, συντάσσομαι μαζί τους, σε Ξεν.

Middle Liddell

to take part with the Argives, Xen.