ἐθελοπονία
From LSJ
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
German (Pape)
[Seite 718] ἡ, Liebe zur Arbeit, Arbeitsamkeit, Xen. Oec. 21, 6, l. d.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonne volonté au travail, activité.
Étymologie: ἐθελόπονος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοπονία: ἡ, τὸ ἐθελουσίως πονεῖν, πιθανὴ γραφ. ἀντὶ φιλοπονία ἐν Ξεν. Οἰκ. 21. 6.
Greek Monolingual
ἐθελοπονία, η (Α)
φιλοπονία.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοπονία: ἡ охота к труду, трудолюбие Xen.