ἐλασείω

Revision as of 14:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

(ἐλαύνω) Desiderat., wish to march, Luc.Cont.9.

Spanish (DGE)

querer avanzar, querer marchar ἐπὶ Λυδίαν Luc.Cont.9.

German (Pape)

[Seite 789] desiderat. zu ἐλαύνω, ich möchte gern marschiren, Luc. Contempl. 9.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
avoir envie de marcher contre.
Étymologie: ἐλάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰσείω: (ἐλαύνω) ἐφετικόν, ἐφίεμαι, ἐπιθυμῶ νὰ ἐλάσω, καὶ νῦν ἐλασείοντι ἐπὶ Λυδίαν ἔοικε, περὶ τοῦ Κύρου, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 9.

Greek Monolingual

ἐλασείω (Α)
(εφετ. του ελαύνω) επιθυμώ να βαδίσω, να προελάσω προς («καὶ νῦν ἐλασείοντι ἐπὶ Λυδίαν ἔοικε [ο Κύρος]» Λουκ.).

Greek Monotonic

ἐλᾰσείω: (ἐλαύνω), εφετικό, θέλω να προελάσω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰσείω: [desiderat. к ἐλαύνω замышлять поход (ἐπὶ Λυδίαν Luc.).

Middle Liddell

ἐλαύνω
Desiderat. to wish to march, Luc.