ἐπέλασις

Revision as of 15:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, charge, of cavalry, Arr.Tact.16.10 (pl.), al.; ποιεῖσθαι τὰς ἐ. Plu.Tim.27, cf. Jul.Or.2.60b, Agath.1.14, al.; of elephants, Luc. Hist.Conscr.31.

German (Pape)

[Seite 914] ἡ, das Anrücken gegen den Feind, der Angriff; der Reiterei, Plut. Timol. 27 u. öfter; der Elephanten, Luc. conscr. hist. 31; allgemein, Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
charge de cavalerie ou d’éléphants.
Étymologie: ἐπελαύνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέλᾰσις: -εως, ἡ, ἔφοδος ἱππικοῦ, Πλουτ. Τιμολ. 27· ἐλεφάντων, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 31: - ὡσαύτως ἐπελᾰσία, ἡ, Διοδ. Ἀποσπ. 533. 46.

Greek Monotonic

ἐπέλᾰσις: -εως, ἡ, επίθεση, έφοδος, επιδρομή, λέγεται για το ιππικό, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπέλᾰσις: εως ἡ набег, натиск, атака Plut., Luc.

Middle Liddell

ἐπέλᾰσις, εως
a charge, of cavalry, Plut. [from ἐπελαύνω