ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
v. trans.
P. and V. γεννᾶν, τίκτειν, φύειν (Plat.); see beget. Generate a feeling, etc. (in persons or things): P. and V. ἐντίκτειν (τινί τι), ἐντιθέναι (τινί τι), ἐμβάλλειν (τινί τι), P. ἐμποιεῖν (τινί τι), ἐνεργάζεσθαι (τινί τι); see engender.