beget
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. γεννᾶν, τίκτειν, σπείρειν (Plato), παιδοποιεῖν, or mid. (used absol.), φιτύειν (rare P.), φύω, φύειν (rare P.), φιτύειν (Plato but rare P.), V. γείνασθαι (1st. aor. of γείνεσθαι) (also Xen. but rare P.), τεκνοῦν, or mid., ἐκφύειν, ἐκτεκνοῦσθαι, κατασπείρειν.
Met., produce: P. and V. γεννᾶν, τίκτειν, ποιεῖν, V. φιτύειν, P. ἀπεργάζεσθαι.
Met., beget (in another): P. and V. ἐντίκτειν (τινί τι), ἐντιθέναι (τινί τι), ἐμβάλλειν (τινί τι), V. ἐνιέναι (τινί τι), ἐνορνύναι (τινί τι), P. ἐμποιεῖν (τινί τι).