ὑπηρέτημα

Revision as of 18:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ατος, τό, service rendered, Antipho 1.15, Pl.Alc.1.106b, Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8; ποδῶν ὑ. feet that serve one, S.El.1358.

German (Pape)

[Seite 1206] τό, der geleistete Handdienst, Dienst, Beitand; Soph. El. 1350; Antiph. 1, 15; Plat. Euthyd. 282 b; Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
service, bon office, assistance.
Étymologie: ὑπηρετέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπηρέτημα: τό, ἡ γενομένη ὑπηρεσία, Λατ. officium, Ἀντιφῶν 113. 10, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 106Β, κ. ἀλλ.· ποδῶν ὑπ. Σοφ. Ἠλ. 1358.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α ὑπηρετῶ
υπηρεσία που προσφέρεται σε κάποιον.

Greek Monotonic

ὑπηρέτημα: -ατος, τό, προσφερομένη υπηρεσία, υπηρεσία, σε Πλάτ.· ποδῶν ὑπηρέτημα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπηρέτημα: ατος τό услуга, содействие, помощь Plat., Plut.: ἥδιστον ποδῶν ὑ. Soph. великая услуга, оказанная прибытием.

Middle Liddell

ὑπηρέτημα, ατος, τό,
service rendered, service, Plat.; ποδῶν ὑπ. feet that serve one, Soph.

English (Woodhouse)

benefaction, service