ὑπηρετέω

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπηρετέω Medium diacritics: ὑπηρετέω Low diacritics: υπηρετέω Capitals: ΥΠΗΡΕΤΕΩ
Transliteration A: hypēretéō Transliteration B: hypēreteō Transliteration C: ypireteo Beta Code: u(phrete/w

English (LSJ)

A fut. ὑπηρετήσω Alex. (v. infr.), etc.: plpf. ὑπηρετήκειν X.HG3.3.9:—prop. do service on board ship, as a rower (cf. ὑπηρέτης, ὑπηρεσία), SIG524.33,47 (Praesus, iii B. C.):—Pass., πλοῖον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθαι δυνάμενον D.S.2.55.
II to be a servant, do service, S.El.996, Ph.990; opp. ἄρχω, Ar.V.518 (troch.); τοὺς διὰ φόβον ὑ. X.Hier.1.38.
2 c. dat., minister to, serve, τῷ παρόντι δαίμονι S.El.1306, cf. E.Ph.1708, Th.4.108, etc.; ὑ. τῷ χρηστηρίῳ submit to its ruling, Hdt.8.41, cf. Pl.Lg.914a; ἔργοις ἀνοσίοις ὑ. S.OC283; νόμῳ, λόγῳ, Lys.2.19; ὑ. τοῖς τρόποις humour his ways, Ar.Ra.1432; τῷδ' ὑ. λόγῳ second, support it, E.Med.588; ὢν ἄνθρωπος ἀνθρώπου τύχαις ὑπηρετήσω Alex.150.
3 ὑ. τινὶ εἴς or πρός τι, Hdt.1.109, X.Eq.8.7, etc.; also ὑ. τινί τι serve one in a thing, οἷς σὺ ταῦθ' ὑπηρετεῖς S.Ph. 1024, cf. Ar.Pl.979, Pl.Smp.196c, X.Cyr.5.1.20, D.18.138,59.35.
b in financial sense, τὸν δὲ ταμίαν εἰς τὸ ἀνάλωμα ὑπηρετῆσαι Supp.Epigr. 1.351.30 (Samos, iv B. C.), cf. 363.43 (ibid., iii B. C.), Inscr.Prien.3 (iv B. C.), 18 (iii B. C.), al.
c at Athens, serve as ὑπηρέτης of the Council, D.19.70.
d in the Mithraic cult, to be a ὑπηρέτης or servitor, Rev.Hist.Rel.109.63 (Rome).
e render military service, BGU180.14,613.23 (both ii A. D.).
4 abs., serve, be subordinate, opp. προστάττω, Arist.Top.129a13; ἡ ὑπηρετοῦσα ἐπιστήμη Id.Metaph.982b5: c. neut. pl. of Adj., etc., τὰ λοίφ' ὑ. help in what remains to be done, S.Ph.15; ὑ. τὰ περὶ τὸν πόλεμον Pl.R.467a; and with cogn. acc., ὑ. τὰς διακονικὰς πράξεις Arist.Pol.1277a36:—Pass., to be done as service, τὰ ἀπ' ἡμέων ἐς ὑμέας ὑπηρετέεται Hdt.4.139; χρὴ δὴ τό γε ἐμὸν ὑπηρετέεσθαι = then it behoves that my service should be rendered, Id.1.108; ἢν τὰ παρ' ὑμῶν ὑπηρετῆται Isoc.3.63; τὸ πρᾶγμα τὸ ὑπηρετηθέν Arist.EE 1243a16, cf. X.HG5.2.34.—The Med. occurs in late texts, as Hld.7.19, al., and Alciphr.1.11, dub. in Supp.Epigr.1.327.19 (Callatis, i A. D.); τὸ ὑπηρετούμενον = the retinue, Memn.2.4; fut. ὑπηρετήσομαι POxy.58.24 (iii A. D.); but in S.El.1306, ὑπηρετοίην was rightly restored by Musgrave and Elmsl. for ὑπηρετοίμην.

German (Pape)

[Seite 1206] ein ὑπηρέτης sein; zunächst eigtl., rudern, πλοῖον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθαι δυνάμενον D. Sic. 2, 55, wie Ath. V, 204; Ruderer- od. Matrosendienste thun, Sp., wie Ael. H. A. 13, 2. – Übh. schwere Handdienste thun, u. allgem., dienen, behülflich sein, Thuc. 4, 108; Einem zu Gefallen leben, τινί, wie τοῖς τρόποις ὑπηρετεῖν Aesch. frg. 306; Ar. Ran. 1428; τῇ νόσῳ Soph. O. R. 217; δαίμονι El. 1298; Eur. oft; Her. 8, 41; τινὶ εἴς τι, 1, 109; auch c. accus. der Sache, Soph. Phil. 15; ὅτι χρημάτων ἕνεκα ὁτιοῦν ἂν ὁτῳοῦν ὑπηρετοῖ Plat. Conv. 185 a, vgl. Rep. I, 343 e, u. öfter; τὰ συμφέροντα Xen. Cyr. 1, 6, 39; τί τινι, An. 1, 9, 18; αὑτοῖς οὐχ ὑπηρετοῦσιν, sie sorgen nicht für ihr eigenes Wohl, Arist. pol. 5, 9. – Auch im med., Her. 1, 108; dah. τὸ ὑπηρετούμενον = die Dienerschaft, Memn. 2. – Pass. als Dienst geleistet werden, τὰ ἀπ' ἡμέων ἐς ὑμέας ὑπηρετέεται Her. 4, 139; Isocr. 3, 63. – Auch = gehorchen, Folge leisten; τῷ λόγῳ Plat. Tim. 70 d; ταῖς μαντείαις Legg. XI, 914 a; dem χαρίζεσθαι entsprechend, Xen. Cyr. 5, 1, 19. 1, 6, 10; vgl. S. Emp. adv. eth. 190.

French (Bailly abrégé)

ὑπηρετῶ :
f. ὑπηρετήσω, ao. ὑπηρέτησα, pf. ὑπηρέτηκα;
I. servir comme rameur ou comme matelot ; Pass. être servi, manœuvré par des rameurs ou des matelots;
II. p. ext. 1 servir, aider, assister, se mettre à la disposition de, τινι : τινι ἔς τι, τινί τι rendre qqe service à qqn ; τὰ ἀπ' ἡμέων ἐς ὑμέας ὑπηρετέεται HDT ce que nous faisons vous est utile;
2 obéir à, être docile à, τινι ; avec un acc. de chose : ὑπ. τὸ κελευόμενον PLUT obéir à l'ordre donné, exécuter ce qui est ordonné.
Étymologie: ὑπηρέτης.

Russian (Dvoretsky)

ὑπηρετέω:
1 служить во флоте, тж. управлять кораблем (πλοῖον ὑπὸ δυοῖν ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθκι δυνάμενον Diod.);
2 служить, помогать, содействовать (τινι εἴς τι Her., Xen., τινι πρός τι Dem. и τινί τι Soph., Eur., Xen., Plat.): αὑτοῖς ὑ. Arst. заботиться о себе самих; τὰ ἀπ᾽ ἡμέων ἐς ὑμέας ἐπιτηδέως ὑπηρετέεται Her. (все), чем мы располагаем, к вашим услугам; τὰ συμφέροντα ὑ. τινι Xen. оказывать полезные услуги кому-л.; τὰ λοίφ᾽ ὑ. Soph. помогать в остальном, довершать; ὑ. τῇ νόσῳ Soph. помогать бороться с болезнью; ἡ ὑπηρετοῦσα ἐπιστήμη Arst. служебная наука;
3 исполнять, повиноваться (τοῖς νόμοις Lys.; τὸ κελευόμενον Xen.): καλῶς ὑ. τινὶ προστάξαντι Xen. точно выполнять чьи-л. распоряжения; Ζεὺς, ᾧ δέδοκται ταῦθ᾽, ὑπηρετῶ δ᾽ ἐγώ Soph. это было угодно Зевсу, а я (лишь) исполняю.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπηρετέω: ὑπερσ. ὑπηρετήκειν Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 9 - κυρίως, ἐργάζομαι ἐν πλοίοις, ἐκτελῶ ἔργον κωπηλάτου (πρβλ. ὑπηρέτης, ὑπηρεσία)· ἀλλ’ ἡ κυριολεκτικὴ αὕτη σημασία εὕρηται μόνον παρὰ μεταγεν., Αἰλ. περὶ Ζ. 13. 2. - Παθ., πλοῖον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθαι δυνάμενον Διόδ. 2. 55. ΙΙ. παρὰ τοῖς δοκίμοις ἁπλῶς, ὡς καὶ νῦν, εἶμαι ὑπηρέτης, ὑπηρετῶ, ἐργάζομαι ὑπέρ τινος, «δουλεύω», Σοφ. Ἠλ. 996, Φιλ. 990· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄρχω, Ἀριστοφ. Σφ. 518· τοὺς διὰ φόβον ὑπ. Ξεν. Ἱέρων 1. 38. 2) μετὰ δοτ., προσφέρω ὑπηρεσίαν εἴς τινα, Λατ. inservire, Σοφ. Ἠλ. 1306, Εὐρ. Φοίν. 1708, Θουκ. κλπ.· οὕτω, ὑπ. τῷ χρηστηρίῳ, βοηθῶ, Ἡρόδ. 8. 41, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 914Α· ἔργοις ἀνοσίοις ὑπ. Σοφ. Ο. Κ. 283· τοῖς νόμοις Λυσί. 192. 20: ὑπ. τοῖς τρόποις, χαρίζομαί τινι, συναινῶ, συγκατανεύω, περιποιοῦμαι χαριζόμενος εἰς τοὺς τρόπους τινός, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1432· ὑπηρ. τῷ λόγῳ, ὑποστηρίζω, συνηγορῶ, Εὐρ. Μήδ. 588· εἰ μὴ γὰρ ὢν ἄνθρωπος ἀνθρώπου τύχαις ὑπηρετήσω, ποῦ φανήσομαι φρονῶν; Ἄλεξ. ἐν «Μιλησίοις» 2. 3) ὑπ. τινι εἴς ἢ πρός τι Ἡρόδ. 1. 109, Ξεν. Ἱππ. 8. 7, Δημ., κλπ.: - ὡσαύτως, ὑπ. τινί τι, βοηθῶ τινα εἴς τι, Σοφ. Φιλ. 1024, Ἀριστοφ. Πλ. 979, Πλάτ. Συμπ. 196C, Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 1, 20, Δημ. 1356, 26. 4) ἀπολ., ὑπηρετῶ, εἶμαι ὑποτεταγμένος, ἀντίθετ. τῷ προστάττω, Ἀριστ. Τοπικ. 5. 1, 6· ἡ ὑπηρετοῦσα ἐπιστήμη ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 7· ἀλλ’ ἔργον ἤδη σὸν τὰ λοίφ’ ὑπηρετεῖν Σοφ. Φιλ. 15· ὑπ. τὰ περὶ τὸν πόλεμον Πλάτ. Πολ. 467Α· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὑπ. τὰς δικανικὰς πράξεις Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 12. - Παθ., ἐκτελοῦμαι ὡς ὑπηρεσία, τὰ ἀπ’ ἡμέων εἰς ὑμέας ὑπηρετέεται Ἡρόδ. 4. 139· οὕτω, χρὴ δὴ τό γε ἐμὸν ὑπηρετέεσθαι, πρέπει τὸ κατ’ ἐμὲ νὰ σὲ ὑπηρετήσω προθύμως, ὁ αὐτ. 1. 108· τὰ παρ’ ὑμῶν ὑπηρέτηται Ἰσοκρ. 39Ε· τὸ πρᾶγμα τὸ ὑπηρετηθὲν Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 7. 10, 17, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 34 - Τὸ μέσ. ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν., οἷον παρὰ τῷ Ἀλκίφρονι καὶ Ἡλιοδώρῳ, ἀλλ’ ἐν Σοφ. Ἠλ. 1306, ὀρθῶς διωρθώθη ὑπηρετοίην ὑπὸ τοῦ Elmsl. ἀντὶ -οίμην.

Spanish

servir

English (Strong)

from ὑπηρέτης; to be a subordinate, i.e. (by implication) subserve: minister (unto), serve.

English (Thayer)

ὑπηρέτω; 1st aorist ὑπηρέτησα; from Herodotus down; to be ὑπηρέτης (which see), properly,
a. to act as rower, to row, (Diodorus, Aelian).
b. to minister, render service: τίνι, Acts 24:23.

Greek Monotonic

ὑπηρετέω: (ὑπηρέτης), μέλ. ὑπηρετήσω, υπερσ. ὑπηρετήκειν·
1. εργάζομαι σε πλοίο, εκτελώ καθήκοντα κωπηλάτη· απ' όπου, είμαι υπηρέτης, εκτελώ υπηρεσία, υπηρετώ, σε Σοφ., Αριστοφ.
2. με δοτ., φροντίζω, περιποιούμαι, υπηρετώ, Λατ. inservire, σε Ηρόδ., Αττ.· ὑπηρετέω τοῖς τρόποις, συμμορφώνομαι προς, υποχωρώ, κάνω τα χατίρια υποχωρώντας στους τρόπους κάποιου, σε Αριστοφ.· ὑπηρετέω τῷ λόγῳ, συνηγορώ, υποστηρίζω, σε Ευρ.· ὑπηρετέω τινί τι, βοηθώ κάποιον σε κάτι, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.
3. απόλ., υπηρετώ, παρέχω βοήθεια, αρωγή, σε Σοφ. — Παθ., εκτελούμαι ως υπηρεσία, σε Ηρόδ., Ισοκρ.

Greek Monolingual

ὑπηρετῶ, ὑπηρετέω, ΝΜΑ ὑπηρέτης
1. εργάζομαι ως υπηρέτης, εκτελώ χειρωνακτικές, ιδίως, εργασίες για κάποιον, (α. «έχει τρεις ανθρώπους να τον υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῦντας», Ξεν.)
2. προσφέρω εξυπηρέτηση σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με αφοσίωση τους τραυματίες» β. «χήραις ὑπηρετεῖν», Ερμ.
γ. «οὐ γὰρ ἂν καλῶς ὑπηρετοίην τῷ παρόντι δαίμονι», Σοφ.)
3. εκπληρώνω τη στρατιωτική μου θητεία
νεοελλ.
εκτελώ δημόσια ή άλλη υπηρεσία («υπηρέτησα τρία χρόνια στις ακριτικές περιοχές»)
μσν.-αρχ.
διακονώ, εκτελώ υπηρεσία με αφοσίωση και υπακοή
αρχ.
1. είμαι κωπηλάτης σε πλοίο («πλοῖον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθαι δυνάμενον», Διόδ.)
2. βοηθώ, προσφέρω βοήθεια («τῷ χρηστηρίῳ βουλόμενοι ὑπηρετέειν», Ηρόδ.)
3. βρίσκομαι υπό την εξουσία κάποιου
4. παθ. ὑπηρετοῦμαι, -έομαι
εκτελούμαι ως υπηρεσία («τὰ ἀπ' ἡμέων εἰς ἡμέας ὑπηρετέεται», Ηρόδ.)
5. φρ. α) «ὑπηρετῶ τοῖς τρόποις» — περιποιούμαι κάποιον ανάλογα με τις συνήθειες ή τις ιδιοτροπίες του (Αριστοφ.)
β) «ὑπηρετῶ τῷ λόγῳ» — συνηγορώ, υποστηρίζω (Ευρ.)
γ) «τὰ λοίφ' ὑπηρετῶ» — εξυπηρετώ σε ό,τι απομένει να γίνει (Πλάτ.).

Middle Liddell

ὑπηρέτης
1. to do service on board ship, to do rower's service:— hence to be a servant, do service, serve, Soph., Ar.
2. c. dat. to minister to, serve, Lat. inservire, Hdt., Attic; ὑπ. τοῖς τρόποις to comply with, humour his ways, Ar.; ὑπ. τῶι λόγωι to second, support it, Eur.: — ὑπ. τινί τι to help one in a thing, Soph., Ar., etc.
3. absol. to serve, lend aid, Soph.:—Pass. to be done as service, Hdt., Isocr.

Chinese

原文音譯:Øphretšw 虛普-誒雷帖哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:在下-划船 (指服役)
字義溯源:服事,供應,供給;源自(ὑπηρέτης)=划槳者,差役),由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(ἐρείδω)X*=划船)組成。參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字
出現次數:總共(3);徒(3)
譯字彙編
1) 供給(1) 徒24:23;
2) 供給了(1) 徒20:34;
3) 服事了(1) 徒13:36

Léxico de magia

servir en la práctica mágica c. suj. un dios ἐγώ σοι ὑπηρετήσω καὶ παρεδρεύσω yo te serviré y te asistiré P XIa 18 τὴν δὲ θεὸν ἀπολύσεις, ὅταν μάθῃς, ὅπως σοι ὑπηρετήσει ἡ γραῦς a la diosa libérala cuando sepas que la vieja te servirá P XIa 33 ἕξω φίλον σε πάρεδρον, εὐεργέτην θεὸν ὑπηρετοῦντά μοι te tendré como un asesor amigo, un dios benefactor que está a mi servicio P I 89 c. suj. un demon δαίμονας οἴσει καὶ τοὺς ὑπηρετοῦντας σοι ζωστοὺς κοσμήσει traerá démones y a los que te sirvan los adornará con ceñidores P I 112 P I 47 (fr. lac.) ὁ δεῖνα, λε<ί>πας τὸ γλυκὺ φῶς· καὶ ὑπηρέτει μοι ... ὅταν σε καλέσω fulano, que dejaste la dulce luz, ponte a mi servicio cuando te llame P IV 2180 c. suj. la sombra ποίησόν μοι ὑπηρετήσειν νῦν τὴν σκιάν μου haz que ahora se ponga a mi servicio mi sombra P III 623 P III 629 c. suj. un niño ὑπηρετοῦντος παιδὸς ἀφθόρου καὶ σιγὴν ἔχοντος, ἄχρις ἂν ἀπίῃ ὁ ἄγγελος con la ayuda de un niño puro que guarde silencio, hasta que se marche el ángel P I 86

Lexicon Thucydideum

subministrare, to furnish, supply, 4.108.8.

Translations

serve

Albanian: shërbej; Arabic: خَدَمَ‎; Egyptian Arabic: خدم‎; Armenian: ծառայել; Belarusian: служыць, паслужыць; Bulgarian: служа; Catalan: servir; Chinese Mandarin: 服務, 服务; Cimbrian: diinan; Czech: sloužit; Danish: tjene; Dutch: dienen; Finnish: palvella; French: servir; Friulian: servî; Galician: servir; German: dienen; Gothic: 𐍃𐌺𐌰𐌻𐌺𐌹𐌽𐍉𐌽; Greek: υπηρετώ; Ancient Greek: λατρεύω; Haitian Creole: sèvi; Hindi: खिलाना; Italian: servire, essere in forza, operare, lavorare per; Japanese: 務める, 勤務する, 服務する; Korean: 근무하다, 복무하다; Kurdish Central Kurdish: خزمەت کردن‎; Northern Kurdish: xizmet kirin; Latin: servio; Luxembourgish: déngen; Macedonian: служи; Malayalam: സേവിക്കുക; Mauritian Creole: servi; Norwegian: tjene; Occitan: servir; Old Church Slavonic Cyrillic: слѹжити; Old East Slavic: служити; Old English: þeġnian; Oromo: tajaajiluu; Polish: służyć; Portuguese: servir; Romanian: servi; Romansch: servir, survir, sarvir, sarveir; Russian: служить, послужить, работать, поработать; Sardinian: selvire, serbire, serbiri, servire, serviri; Serbo-Croatian Cyrillic: служити; Roman: slúžiti; Sicilian: sèrviri, sirviri, sièrviri; Slovak: slúžiť; Slovene: služiti; Sorbian Lower Sorbian: słužyś; Upper Sorbian: słužić; Spanish: servir; Swedish: serva; Thai: บริการ; Ukrainian: служити; Venetian: servir; Vietnamese: phục vụ; Westrobothnian: tjeen; Yiddish: דינען‎