ὠσφρόμην
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
French (Bailly abrégé)
ao.2 de ὀσφραίνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὠσφρόμην: ὠσφρησάμην, ἴδε τὸ ῥῆμα ὀσφραίνομαι.
Greek Monotonic
ὠσφρόμην: αόρ. βʹ του ὀσφραίνομαι.