κριηδόν

Revision as of 20:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

Adv., (κριός) like a ram, Ar.Lys.309.

German (Pape)

[Seite 1508] wie ein Widder, Ar. Lys. 309; B. A. 46.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κριηδόν [κριός] adv., als een ram.

Russian (Dvoretsky)

κρῑηδόν: adv. словно тараном Arph.

Greek Monolingual

κριηδόν (Α)
επίρρ. σαν κριάρι (ἅψαντες εἴτ' ἐς τὴν θύραν κριηδὸν ἐμπέσοιμεν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, λεοντηδόν)].

Greek (Liddell-Scott)

κρῑηδόν: Ἐπίρρ. (κριὸς) ὡς κριός, Ἀριστοφ. Λυσ. 309.

English (Woodhouse)

like a ram