πάντρομος
English (LSJ)
ον, all-trembling, timid, πελειάς A.Th.294 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 465] ganz zitternd, πελειάς, Aesch. Spt. 276, v.l. πάντροφος.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάντρομος -ον [πᾶς, τρέμω] bang, schichtig.
Russian (Dvoretsky)
πάντρομος: весь дрожащий (от страха), чрезвычайно робкий (πελειάς Aesch.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τρέμει πολύ, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τρόμος (πρβλ. έντρομος)].
Greek Monotonic
πάντρομος: -ον (τρέμω), αυτός που τρέμει ολόκληρος, σε Αισχύλ.