πριονώδης

Revision as of 21:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

ες, like a saw, serrated, Thphr.HP1.10.5; κῶλα AP 7.196 (Mel.); σχήματα Clytus 1; in form πρῑονοειδής, Gal.2.737. Adv. -δῶς Dsc.1.108, al. [ῐ in APl.c.]

German (Pape)

[Seite 702] ες, = πριονοειδής; Mel. 111 (VII, 196), wo aber ι kurz gebraucht ist; Theophr. u. A.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
c. πριονοειδής.
Étymologie: πρίων, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πριονώδης -ες [1. πρίων, εἶδος] getand als een zaag, met zaagtanden.

Russian (Dvoretsky)

πρῐονώδης: (ῐ) пилообразный, зазубренный (κῶλα, sc. τέττιγος Anth.).

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πρίων, -ονος)
πριονοειδής, πριονωτόςτόδε κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῖς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσι σχήμασι», Κλύτ.).
επίρρ...
πριονωδῶς Α
με πριονοειδή τρόπο, οδοντωτά.

Greek Monotonic

πριονώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πριόνι, σε Ανθ. (, χάριν μέτρου).

Greek (Liddell-Scott)

πρῑονώδης: -ες, = πριονοειδής, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 5, Ἀνθ. Π. 7. 196, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655Ε. [ὁ Μελέαγρος ἐν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει ῐ, ἴδε ἐν λ. πρίων].

Middle Liddell

πριον-ώδης, ες εἶδος
like a saw, Anth. [ῐ, metri grat.]