προαφικνέομαι
English (LSJ)
arrive first, Th.4.2, 8.100, J.AJ2.7.4.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
parvenir auparavant.
Étymologie: πρό, ἀφικνέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αφικνέομαι eerder aankomen.
Russian (Dvoretsky)
προᾰφικνέομαι: раньше или уже приходить (ἤδη προαφῖκτο ἐς Σικελίαν Thuc.).
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
προαφικνέομαι: ἀποθετ., ἀφικνοῦμαι, φθάνω πρῶτος, Θουκ. 4. 2., 8. 100.