τυμβωρύχος

Revision as of 22:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

(parox.), ὁ,
A graverobber, Ar.Ra.1149, Luc.JTr.52, CIG2826, al. (Aphrodisias), Charito 1.9, 3.3.
II gravedigger, S.E.M.7.45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fouille un tombeau pour voler.
Étymologie: τύμβος, ὀρύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμβωρύχος -ον [τύμβος, ὀρύττω] grafschenner.

Russian (Dvoretsky)

τυμβωρύχος: (ῠ) ὁ раскапыватель (грабитель) могил Arph., Luc., Sext.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που ανοίγει τάφους για να τους συλήσει
νεοελλ.
μτφ. αυτός που διασύρει τη φήμη νεκρού, κυρίως για προσωπικό του όφελος
μσν.
ο υπαίτιος για την ανυποληψία τών νεκρών συγγενών του
αρχ.
αυτός που σκάβει τάφους για τον ενταφιασμό νεκρών, νεκροθάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

τυμβωρύχος: [ῠ], ὁ (ὀρύσσω), αυτός που σκάβει τους τάφους των νεκρών με σκοπό την κλοπή, ληστής τάφων, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τυμβωρύχος: [ῠ], ὁ, ὁ ἀνασκάπτων τοὺς τάφους νεκρῶν πρὸς κλοπήν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1149, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 52, Συλλ. Ἐπιγρ. 2826, -27, -30, κἑξ. ΙΙ. ὁ ἀνοίγων τάφους πρὸς ταφὴν νεκρῶν, νεκροθάπτης, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 7. 45. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 309.

Middle Liddell

τῠμβ-ωρύχος, ὁ, ὀρύσσω
one who digs up graves, a grave-robber, Ar.

English (Woodhouse)

one who rifles tombs

Translations

Chinese Mandarin: 盜墓者, 盗墓者; Danish: gravrøver; Dutch: grafrover; Finnish: haudanryöstäjä; Georgian: საფლავის მძარცველი, საფლავის ქურდი; German: Grabräuber, Grabräuberin; Greek: τυμβωρύχος; Hindi: क़ब्र चोर, कब्र चोर; Italian: tombarolo; Latin: bustirapus; Polish: hiena cmentarna; Swedish: gravplundrare