adj.
P. and V. ἄπορος, ἀμηχανος (rare P.), V. ἄπειρος, ἀτέρμων. Indissoluble: P. ἄλυτος (Plat.), ἀδιάλυτος (Plat.), V. ἄρρηκτος, δύσλυτος, δυσεξήνυστος.