ἄρρηκτος

From LSJ

Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit

Menander, Monostichoi, 272
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρρηκτος Medium diacritics: ἄρρηκτος Low diacritics: άρρηκτος Capitals: ΑΡΡΗΚΤΟΣ
Transliteration A: árrēktos Transliteration B: arrēktos Transliteration C: arriktos Beta Code: a)/rrhktos

English (LSJ)

ἄρρηκτον, (ῥήγνυμι) unbroken, not to be broken, δεσμὸν . . χρύσεον ἄ. Il.15.20, cf. 13.37; τεῖχος χάλκεον ἄ. Od.10.4, cf. Il.14.56; ἵν' ἄ. πόλις εἴη 21.447; ἄ. νεφέλην 20.150; πτολέμοιο πεῖραρ . . ἄρρηκτόν τ' ἄλυτόν τ' 13.360; φωνή τ' ἄ. 2.490; ἄ. πέδαι A.Pr.6; σάκος Id.Supp. 190, S.Aj.576; ἄρρηκτος φυάν, i.e. invulnerable, Pi.I.6(5).47; δέρμα ἄ. ἐπὶ τοῦ νώτου, of the crocodile, Hdt.2.68, cf. Arist.HA503a10; ἄ. χάλαζαι Theoc.22.16: metaph., θυμός Id.25.112; of land, unploughed, Tab.Heracl.1.19. Adv. ἀρρήκτως = inviolably, with unbroken courage, Phld.Mort.3; ἀρρήκτως ἔχειν = be indestructable, be inviolable Ar.Lys.182.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): eol. αὔρηκτος Hdn.Gr.2.271, Eust.548.31
I 1que no puede ser rasgado o roto, infrangible δεσμὸν χρύσεον Il.15.20, cf. 13.37, Q.S.5.343, πεῖραρ Il.13.360, πέδαι A.Pr.6, LXX 3Ma.4.9, σάκος A.Supp.190, cf. S.Ai.576, A.R.4.1646, δέρμα de la piel del cocodrilo, Hdt.2.68, Arist.HA 503a10, νῆμα Luc.Cat.7, αἰγίς Q.S.14.453
de nubes, oscuridad impenetrable νεφέλη Il.20.150, στῖφος I.BI 3.270.
2 inquebrantable, indestructible de construcciones y ciudades τεῖχος Il.14.56, Od.10.4, δόμοι Hes.Op.96, πόλις Il.21.447
indoblegable de pers., A.R.1.63, Plu.2.1057c, φωνή Il.2.490, θυμός Theoc.25.112, ἀρεταί Ph.1.562
invulnerable φυά Pi.I.6.47.
3 no roturado de la tierra TEracl.1.19 (IV/III a.C.).
II adv. ἀρρήκτως
1 de modo inviolable de un acuerdo ἀρρήκτως ἔχειν = ser inviolable Ar.Lys.182.
2 con valor, impávidamente Phld.Mort.39.19.
• Etimología: Deriv. de ῥήγνυμι q.u. c. ἀ- priv.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut briser, indestructible ; fig. dont on ne peut venir à bout.
Étymologie: , ῥήγνυμι.

English (Autenrieth)

(ϝρήγνῦμι): unbreakable, indissoluble, indestructible; πέδαι, δεσμοί, τεῖχος, πόλις, νεφέλη, Il. 20.150; φωνή, ‘tireless,’ Il. 2.490.

English (Slater)

ἄρρηκτος unbreakable, i. e. hardy, stout “τὸν μὲν (sc. Αἴαντα) ἄρρηκτον φυάν, ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” Herakles speaks (I. 6.47)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄρρηκτος, -ον)
ο σταθερός, ο στερεός
αρχ.
1. ο άθραυστος, ο ακατάλυτος, ο σκληρός
2. ο πυκνός, ο αδιάσπαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ρηκτός < ρήγνυμι (πρβλ. αλίρρηκτος)].

Greek Monotonic

ἄρρηκτος: -ον (ῥήγνυμι), άθραυστος, αυτός που δεν σπάζει, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ακάματος, ακούραστος, σε Ομήρ. Ιλ.

German (Pape)

unzerreißbar, δεσμόν Il. 15.20, δεσμοὺς ἀρρήκτους ἀλύτους Od. 8.275; πέδας ἀρρήκτους ἀλύτους Il. 13.37; ἔριδος καὶ πολέμοιο πεῖραρ, ἄρρηκτόν τ' ἄλυτόν τε 13.360; εἶλαρ, unzerstörbar, 14.56, 68; τεῖχος Od. 10.4; πόλις Il. 21.447; νεφέλην, undurchdringlich, 20.150; φωνή, unermüdlich, 2.490; – ἀδαμαντίνων δεσμῶν ἐν ἀρρήκτοις πέδαις Aesch. Prom. 6; ἄρρηκτος φυάν Pind. I. 5.44, von unverwüstlicher Natur; σάκος Aesch. Suppl. 187; Soph. Aj. 573; χάλαζα, hart, Theocr. 22.16; δέρμα κροκοδείλου, undurchdringlich, Her. 2.68; Sp.
• Adv., ἀρρήκτως ἔχειν Ar. Lys. 182.

Russian (Dvoretsky)

ἄρρηκτος:
1 неразрушимый, незыблемый (τεῖχος, πόλις Hom.; δόμοι Hes.; τυραννίς Plut.);
2 несокрушимый, неуязвимый (ἄ. φυάν Pind.; ἄρρηκτον σιδήρῳ σῶμα Plut.);
3 неразрывный, крепкий (δεσμοί Hom., Plut.; πέδαι Aesch.);
4 непроницаемый (νεφέλη Hom.; πέδαι Aesch.; σάκος Aesch., Soph.; τὸ δέρμα τοῦ κροκοδείλου Her. и φολιδωτόν Arst.; στῖφος Plut.);
5 неслабеющий, мощный (φωνή Hom.; τόνος Plut.).

Middle Liddell

ῥήγνυμι
unbroken, not to be broken, Hom., Hdt., Aesch., etc.: unwearied, Il.

English (Woodhouse)

indissoluble, unbreakable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

unbroken

Bulgarian: цял; Catalan: sencer; French: entier; Greek: αθρυμμάτιστος; Ancient Greek: ἄθραυστος, ἀρραγής, ἄρρηκτος, ἄκλαστος, ἄθρυπτος; Italian: intero; Latin: irruptus; Sanskrit: अक्षत

invulnerable

Belarusian: непаражальны; Bulgarian: неуязвим; Catalan: invulnerable; Czech: nezranitelný; Dutch: onkwetsbaar; Esperanto: nevundebla; French: invulnérable; German: unverwundbar; Greek: απρόσβλητος, άτρωτος; Ancient Greek: ἀδήλητος, ἀδιακόντιστος, ἀνούτατος, ἀνούτητος, ἀπήμαντος, ἄρρηκτος, ἄτμητος, ἀτόρητος, ἄτρωτος, δυσάλωτος, δύστρωτος; Hungarian: sebezhetetlen; Italian: invulnerabile; Latin: invulnerabilis, atrotus; Norwegian Bokmål: usårbar; Polish: niewrażliwy; Romanian: invulnerabil; Russian: неуязвимый; Slovak: nezraniteľný; Spanish: invulnerable; Ukrainian: невразливий

unbreakable

Bulgarian: нечуплив; Danish: ubrydelig; Finnish: rikkoutumaton; French: incassable; German: unzerbrechlich; Greek: άθραυστος; Ancient Greek: ἄθραυστος, ἄρρηκτος, ἀαγής; Hungarian: törhetetlen; Italian: infrangibile; Latin: infragilis; Manx: do-vrishey; Norwegian Bokmål: uknuselig; Occitan: incopable, imbresable; Portuguese: inquebrável; Spanish: irrompible; Swedish: okrossbar; Turkish: kırılmaz; Ukrainian: незламний, нерозривний

indestructible

Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, άθραυστος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος, ακατανίκητος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний