δυσεξήνυστος
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
English (LSJ)
δυσεξήνυστον, indissoluble, δεσμός E.Hipp.1237.
German (Pape)
[Seite 679] δεσμός, unauflöslich, Eur. Hipp. 1237, v.l. δυσεξήνυτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inextricable.
Étymologie: δυσ-, ἐξανύτω.
Russian (Dvoretsky)
δυσεξήνυστος: нерасторжимый, неразрывный (δεσμός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξήνυστος: -ον, δύσλυτος, ἀδιάλυτος, δεσμὸς Εὐρ. Ἱππ. 1237.
Greek Monolingual
δυσεξήνυστος, -ον (Α)
αυτός που λύνεται δύσκολα.
Greek Monotonic
δυσεξήνυστος: -ον (ἐξανύω), αδιάλυτος, σε Ευρ.
Middle Liddell
δυσ-εξήνυστος, ον ἐξανύω
indissoluble, Eur.