αἰένυπνος

Revision as of 10:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

English (LSJ)

ον, giving eternal sleep, epithet of Death, S.OC1578 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
que trae un sueño eterno epít. de la Muerte o Hades σέ τοι κικλήσκω τὸν αἰένυπνον S.OC 1578.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dort éternellement.
Étymologie: ἀεί, ὕπνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰένυπνος -ον ἀεί, ὕπνος die eeuwige slaap geeft.

Russian (Dvoretsky)

αἰένυπνος: навеки усыпляющий (Γᾶς παῖς καὶ Ταρτάρου = θάνατος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰένυπνος: -ον, ὁ κοιμίζων τινὰ εἰς τὸν αἰώνιον ὕπνον, ἐπίθ. τοῦ θανάτου, Σοφ. Ο. Κ 1578.

Greek Monotonic

αἰένυπνος: -ον, αυτός που κοιμίζει κάποιον στον αιώνιο ύπνο, επίθ. για τον θάνατο, σε Σοφ.

Middle Liddell


lulling in eternal sleep, of Death, Soph.