αἰσχρορρημοσύνη

Revision as of 12:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, = αἰσχρολογία, D.Ep.4.11, Phld. Rh.1.175 S., Oenom. ap. Eus.PE5.32 (pl.).

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
lenguaje obsceno D.Ep.4.11, αἰ. καὶ δυσφημία Phld.Rh.1.175, Ἀρχίλοχος ... αἰσχρορρημοσύναις ... κεχρημένος Eus.PE 5.32, ποιεῖσθαι αἰσχρορρημοσύνας representar obscenidades Porph.Ep.Aneb.1.2.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχρορρημοσύνη: ἡ Dem. = αἰσχρολογία.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρορρημοσύνη: ἡ, = αἰσχρολογία, Δημ. Ἐπιστ. 1489. 8.

Greek Monolingual

η (Α αἰσχρορρημοσύνη) αἰσχρορρήμων
η αισχρολογία.