αἰσχρορρημοσύνη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, = αἰσχρολογία, D.Ep.4.11, Phld. Rh.1.175 S., Oenom. ap. Eus.PE5.32 (pl.).
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
lenguaje obsceno D.Ep.4.11, αἰ. καὶ δυσφημία Phld.Rh.1.175, Ἀρχίλοχος ... αἰσχρορρημοσύναις ... κεχρημένος Eus.PE 5.32, ποιεῖσθαι αἰσχρορρημοσύνας representar obscenidades Porph.Ep.Aneb.1.2.
German (Pape)
ἡ, Dem. ep. 4, und Sp. = αἰσχρολογία.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχρορρημοσύνη: ἡ Dem. = αἰσχρολογία.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρορρημοσύνη: ἡ, = αἰσχρολογία, Δημ. Ἐπιστ. 1489. 8.
Greek Monolingual
η (Α αἰσχρορρημοσύνη) αἰσχρορρήμων
η αισχρολογία.