δυσφημία
English (LSJ)
ἡ,
A ill language, esp. words of ill omen, κατεῖχε… πᾶν στρατόπεδον δυσφημίαις S.Ph.10, dub. in J.AJ16.4.1: pl., curses, Plu.2.587f, cf. Pel.8; but, unsavoury details, Demetr.Eloc.302.
II blasphemy, slander, D.H.6.48, etc.
III ill fame, obloquy, S.Fr.178 (pl.), Them.Or.7.99c.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I como n. concr.
1 palabra de mal agüero, lamento ominoso, maldición ἀγρίαις κατεῖχ' ἀεὶ πᾶν στρατόπεδον δυσφημίαις S.Ph.10, cf. D.Chr.33.35, δυσφημίαι ἀποτρόπαιοι Plu.2.587f, cf. Pel.8.
2 vituperio, insulto, injuria καὶ μὴ 'πὶ πλεῖον τῶνδ' ἔχειν δυσφημίας y no soportar por más tiempo sus injurias S.Fr.178, δυσφημίαι δὲ καὶ κατηγορίαι D.H.6.48, cf. SIG 799.15 (Cízico I d.C.), Eus.PE 1.9.6, 10.9.11, Meth.Symp.119
•lit. jud.-crist. lenguaje injurioso dirigido a pers. sagrada, blasfemia μνήσθητι τῶν δυσφημιῶν LXX 1Ma.7.38, cf. 3Ma.2.26 κατὰ τοῦ θείου λόγου Eus.HE 4.7.10, κατὰ Χριστοῦ Hippol.Haer.5.12, cf. 9.8.
3 lingüíst. y ret. lenguaje desagradable, lenguaje malsonante Demetr.Eloc.302, Iambl.VP 171
•expresión desagradable que hay que entender en el buen sentido, Sacerd.462.15.
II como n. abstr.
1 mal presagio δ. nominis Suet.Aug.92, δυσφόρητον ... τὴν δυσφημίαν ἐδέχετο Cyr.Al.M.69.181B.
2 mala fama, deshonra, ignominia οὐ φέρων τὴν δυσφημίαν Str.13.1.66, δεδιὼς ... τὴν παρὰ τῶν πολλῶν δυσφημίαν Luc.Abd.31, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας 2Ep.Cor.6.8, ἀνταναφέρειν τῇ λοιπῇ δόξῃ πρὸς ταύτην μόνην τὴν δυσφημίαν Them.Or.7.99c.
German (Pape)
[Seite 690] ἡ, 1) Worte von böser Vorbedeutung, Plut. Cat. mai. 23; bei Soph. phil. 10 = Klagen. – 2) Schmährede; D. Hal. 6, 48; N.T. u. Plut. – 3) böse Nachrede, schlechter Ruf, Soph. frg. 185; Poll. 3, 160.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 parole de mauvais augure;
2 blasphème;
NT: calomnie ; injure ; mauvaise réputation.
Étymologie: δύσφημος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσφημία -ας, ἡ [δύσφημος] woorden die een slecht voorteken zijn, van slechte voorbetekenis. kwaadsprekerij, laster.
Russian (Dvoretsky)
δυσφημία: ἡ преимущ. pl.
1 зловещие слова, проклятия (κατέχειν πᾶν στρατόπεδον δυσφημίαις Soph.; λοιδορίαι τὸ πρῶτον, εἶτα δυσφημίαι Plut.);
2 поношение: дурная слава (δυσφημίας ἔχειν τινός Soph.);
3 порицание, хула (δυσφημίαι καὶ εὐφημίαι NT).
English (Strong)
from a compound of δυσ- and φήμη; defamation: evil report.
English (Thayer)
δυσφημίας, ἡ, both the condition of a δύσφημος, i. e. of one who is defamed, viz. ill-repute, and the action of one who uses opprobrious language, viz. defamation, reproach: διά δυσφημίας καί εὐφημίας (A. V. by evil report and good report), Plutarch, de gen. Socrates § 18, p. 587f.)
Greek Monolingual
δυσφημία, η (AM)
1. βλαστήμια, ύβρις
2. αηδιαστικά λόγια
αρχ.
1. διάδοση κακών λόγων
2. μεμψιμοιρία, θρηνωδία
3. κακή φήμη, κακό όνομα.
Greek Monotonic
δυσφημία: ἡ, κακές φήμες, απαισιόδοξες (όχι αίσιες) λέξεις, χρησμοί, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφημία: ἡ, φῆμαι κακαί, ἰδίως λέξεις δυσοιώνιστοι, κατεῖχε… πᾶν στρατόπεδον δυσφημίαις Σοφ. Φ. 10. ΙΙ. βλασφημία, κακολογία, Διον. Ἁλ. 6. 48, Πλούτ. 2. 587F, κτλ. ΙΙΙ. κακὴ φήμη, δύσκλεια, Σοφ. Ἀποσπ. 185, ἐν τῷ πληθ.
Middle Liddell
δυσφημία, ἡ, [from δυσφημέω
ill language, words of ill omen, Soph.
Chinese
原文音譯:dusfhm⋯a 低士-費米阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:惡-宣稱(的)
字義溯源:誹謗,造謠,報惡信,惡名;由(δυσ)*=難,硬)與(φήμη)=聲言)組成;其中 (φήμη)出自(φημί)=說明), (φημί)出自(φῶς)=光), (φῶς)出自(φαῦλος)X*=照耀),或出自(φαίνω)=發光)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 惡名(1) 林後6:8