δίκραιρος

Revision as of 12:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, A two-horned, AP6.32 (Agath.). II forked, δίκραιρα… κήτεος ὁλκαίη A.R.4.1613.

Spanish (DGE)

-ον
1 bicorne de Pan AP 6.32 (Agath.)
de un candelabro de dos brazos Paul.Sil.Soph.856.
2 ahorquillado, bifurcado ἀλκαίη de la cola de Tritón, A.R.4.1613.

German (Pape)

[Seite 629] zweispaltig; ὁλκαίη Ap. Rh. 4, 1613; zweihörnig, Pan, Agath. 29 (VI, 32).

Russian (Dvoretsky)

δίκραιρος: двурогий (Πάν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δίκραιρος: -ον, ὁ δύο ἔχων κέρατα, Ἀνθ. Π. 6. 32. ΙΙ. ὁ εἰς δύο ἐσχισμένος, ἴδε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1613.

Greek Monolingual

δίκραιρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει δύο κέρατα
2. ο σχισμένος στα δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -κραιρος < κραιρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. εύκραιρος, τανύκραιρος)].