δίκραιρος
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
δίκραιρον,
A two-horned, AP6.32 (Agath.).
II forked, δίκραιρα… κήτεος ὁλκαίη A.R.4.1613.
Spanish (DGE)
-ον
1 bicorne de Pan AP 6.32 (Agath.)
•de un candelabro de dos brazos Paul.Sil.Soph.856.
2 ahorquillado, bifurcado ἀλκαίη de la cola de Tritón, A.R.4.1613.
German (Pape)
[Seite 629] zweispaltig; ὁλκαίη Ap. Rh. 4, 1613; zweihörnig, Pan, Agath. 29 (VI, 32).
Russian (Dvoretsky)
δίκραιρος: двурогий (Πάν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δίκραιρος: -ον, ὁ δύο ἔχων κέρατα, Ἀνθ. Π. 6. 32. ΙΙ. ὁ εἰς δύο ἐσχισμένος, ἴδε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1613.
Greek Monolingual
δίκραιρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει δύο κέρατα
2. ο σχισμένος στα δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -κραιρος < κραιρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. εύκραιρος, τανύκραιρος)].