γνωστέον

Revision as of 12:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

one must know, Pl.R.396a. Adj. γνωστέα, τά, things that must be known, Gal.17(2).1.

Spanish (DGE)

hay que conocer Pl.R.396a, Plot.5.1.1.

Russian (Dvoretsky)

γνωστέον: adj. verb. к γιγνώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

γνωστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ γνωρίσῃ, Πλάτ. Πολιτ. 396Α.

Greek Monotonic

γνωστέον: ρημ. επίθ. του γιγνώσκω, πρέπει κανείς να γνωρίσει, σε Πλάτ.