εὐχρήστημα

From LSJ
Revision as of 13:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχρήστημα Medium diacritics: εὐχρήστημα Low diacritics: ευχρήστημα Capitals: ΕΥΧΡΗΣΤΗΜΑ
Transliteration A: euchrḗstēma Transliteration B: euchrēstēma Transliteration C: efchristima Beta Code: eu)xrh/sthma

English (LSJ)

ατος, τό, advantage received, Stoic.3.23.

Russian (Dvoretsky)

εὐχρήστημα: ατος τό польза, выгода Cic.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχρήστημα: τό, λαμβανομένη ὠφέλεια, Κικ. Fin. 3. 21.

Greek Monolingual

εὐχρήστημα, τὸ (Α) ευχρηστώ
κέρδος, ωφέλεια που λαμβάνεται από κάποιο πράγμα.