καλλίπυλος
English (LSJ)
ον, with beautiful gates, Θήβη Epigr.Gr.993.
German (Pape)
[Seite 1310] schönthorig, Θήβη Asclepiodt. (App. 16).
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
καλλίπῠλος: с прекрасными вратами (Θήβη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλίπῠλος: -ον, ἔχων ὡραίας πύλας, Θήβη Ἀνθ. Π. παράρτ. 16.
Greek Monolingual
καλλίπυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίες πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πυλος (< πύλη), πρβλ. μεγαλό-πυλος, υψί-πυλος].
Greek Monotonic
καλλίπῠλος: -ον (πύλη), αυτός που έχει ωραίες πύλες, σε Ανθ.