νώθεια

Revision as of 14:58, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, slowness, sluggishness, Pl.Phdr.235d, Tht.195c, Luc. Ind.22, Babr.95.70, Poll.3.122, Ael.NA16.21.

German (Pape)

[Seite 272] ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Faulheit, ὑπὸ νωθείας οὐ δυνάμενος πεισθῆναι, Plat. Theaet. 195 c, vgl. Phaedr. 235 d.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
lenteur, nonchalance ; lourdeur.
Étymologie: νωθής.

Russian (Dvoretsky)

νώθεια:вялость, косность, лень Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νώθεια: ἡ, (ἐκ τοῦ νωθὴς) βραδύτης, ὀκνηρία, νωθρότης, Πλάτ. Φαῖδρ. 235C, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 22, Βαβρ. 95. 70 (συνήθως φέρεται νωθεία).

Greek Monolingual

νώθεια, ἡ (Α) νωθής
βραδύτητα, οκνηρία, νωθρότητα σωματική και ψυχική.

Greek Monotonic

νώθεια: ἡ, οκνηρία, ραθυμία, βραδύτητα, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

νώθεια, ἡ,
sluggishness, dulness, Plat., etc. [from νωθής

English (Woodhouse)

dulness, dullness, dulness of mind