βραδύτητα

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

η (Μ βραδύτης, Α βραδυτής, -ῆτος)
αργοπορία στην εκτέλεση μιας πράξης
αρχ.
βραδύνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Ο τονισμός στη λήγουσα του αρχ. βραδυτής (-ήτος) (πρβλ. ταχυτής, τραχυτής) οφείλεται σε αρχαϊσμό της αττ. διαλέκτου, επειδή αποφεύγεται ο τονισμός του -υ- (< ινδοευρ. ŭ)].