παίστρια

From LSJ
Revision as of 15:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

German (Pape)

[Seite 444] ἡ, = παίκτρια, in der Überschrift des Ep. Crinag. 42 (VII, 6439.

Russian (Dvoretsky)

παίστρια:плясунья Anth.

Greek (Liddell-Scott)

παίστρια: ἡ, θηλ. οὐσιασ., ὀρχηστρίς, χορεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 2028.

Greek Monolingual

παίστρια, ἡ (Μ)
χορεύτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παίζω (πρβλ. αόρ. -παισ-α) + επίθημα -τρια (πρβλ. γυμνάσ-τρια)].