συναορέω

Revision as of 15:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

accompany, γλυκεῖά οἱ συναορεῖ ἐλπίς Pi.Fr.214.

Russian (Dvoretsky)

συνᾱορέω: сопровождать, сопутствовать (τινι Pind. ap. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

συνᾱορέω: συνοδεύω, συνακολουθῶ, ἐλπὶς οἱ συναορεῖ Πινδ. Ἀποσπ. 233.

English (Slater)

συνᾱορέω accompany c. dat. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 3.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναορέω [συνάορος] begeleiden, met dat. iem.