сопутствовать
From LSJ
Menander, fragment 761
Russian > Greek
συνεδρεύω, ὁμαρτέω, ἐφέπω, συνοδεύω, ὑποκρέκω, συμπαρήκω, συμπάρειμι, ὀπαδέω, ὀπηδέω, ἀντακολουθέω, συμπαρέπομαι, συμπαρομαρτέω, συναορέω, συνοπάζομαι, παρυφίστημι, συνακολουθέω
συνεδρεύω, ὁμαρτέω, ἐφέπω, συνοδεύω, ὑποκρέκω, συμπαρήκω, συμπάρειμι, ὀπαδέω, ὀπηδέω, ἀντακολουθέω, συμπαρέπομαι, συμπαρομαρτέω, συναορέω, συνοπάζομαι, παρυφίστημι, συνακολουθέω