marine
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. θαλάσσιος (Plat.), Ar. and P. πόντιος, ἐνάλιος. Near the sea, adj.: P. παραθαλάσσιος, ἐπιθαλάσσιος, ἐπιθαλασσίδιος. P. and V. παράλιος, πάραλος, ἀκταῖος (Thuc.), V. ἐπάκτιος, παράκτιος. subs. A soldier serving on board ship: P. ἐπιβάτης, ὁ. Serve as a marine, v.: P. ἐπιβατεύειν.