ἐπάκτιος
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
English (LSJ)
ἐπάκτιον, E.Fr.670.2, and ία, ιον S.Tr.1151,Fr.549, E.Andr. 853 (lyr.): (ἀκτή):—on the strand or shore, Il.cc., S.Aj.413 (lyr.); epithet of Apollo, A.R.1.403 codd.; of Hermes at Sicyon, Hsch.
German (Pape)
[Seite 897] auch 3 Endgn, ἐπακτία Τίρυνς Soph. Tr. 1141; Eur. Andr. 854; Lycophr. 1405; am, auf dem Ufer, νέμος Soph. Ai. 408, u. sonst bei Dichtern; Beiname des am Ufer verehrten Apollo, Ap. Rh. 1, 403; Orph. Arg. 1297.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
qui se trouve ou qui réside au bord de la mer.
Étymologie: ἐπί, ἀκτή.
Russian (Dvoretsky)
ἐπάκτιος: и 3 прибрежный, приморский (Τίρυνς Soph.): ἐπάκτιον λιπεῖν τινα Eur. покинуть кого-л. на берегу моря.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάκτιος: -ον, Εὐρ. ἐν «Σθενεβοίᾳ» παρ’ Ἀθην. 422Α, καὶ -ία, ιον, Σοφ. Τρ. 1151, Ἀποσπ. 493, Εὐρ. Ἀνδρ. 853˙ (ἀκτή): - ὁ ἐπὶ τῆς ἀκτῆς, ὁ παρὰ τὴν ἀκτήν, ἔνθ’ ἀνωτ., προσέτι Σοφ. ἐν Αἴ. 413. - Ἐπάκτιος˙ «ὁ Ἑρμῆς ἐν Σικυῶνι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἐπάκτιος, -α, -ον και -ος, -ον)
αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στην ακτή, παράλιος, παραθαλάσσιος
(α. «νέμος ἐπάκτιον», άλσος παραθαλάσσιο Σοφ.)
β. «επάκτιο πυροβολείο»)
νεοελλ.
1. «επάκτια οστά» — βλ. επακταία οστά
2. ναυτ. «επάκτια γνωρίσματα» — σημεία κοντά στην ακτή, μόνιμα και ορατά από τη θάλασσα, με τα οποία καθοδηγούνται οι ναυτιλλόμενοι
αρχ.
1. (για θεούς) ο λατρευόμενος στην ακτή, αυτός που έχει το ιερό ή τον βωμό του στην παραλία
2. επίθ. του Απόλλωνος
επίσης του Ερμή στη Σικυώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακτή].
Greek Monotonic
ἐπάκτιος: -ον-α, -ον (ἀκτή), αυτός που βρίσκεται στην ακτή, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
ἐπάκτιος, ον ἀκτή
on the shore, Soph., Eur.
English (Woodhouse)
by the sea, by the shore, near the sea, of the coast, on the coast, on the sea