ταραχοποιός

Revision as of 16:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

όν, causing disorder or confusion, Aesop.76b.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui cause du trouble.
Étymologie: τάραχος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρᾰχοποιός: вносящий раздор, повергающий в смятение Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρᾰχοποιός: -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ προξενῶν ταραχὴν ἢ σύγχυσιν, Αἴσωπ. 37.

Greek Monolingual

ο / ταραχοποιός, -όν, ΝΜΑ
άτομο που προξενεί ταραχές, ταραξίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταραχή + -ποιός].