medicinal
From LSJ
ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. φαρμακευτικός. Healing: Ar. and V. παιώνιος, V. ἀκεσφόρος; see healing.
ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
adj.
P. φαρμακευτικός. Healing: Ar. and V. παιώνιος, V. ἀκεσφόρος; see healing.