ἀκεσφόρος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκεσφόρος Medium diacritics: ἀκεσφόρος Low diacritics: ακεσφόρος Capitals: ΑΚΕΣΦΟΡΟΣ
Transliteration A: akesphóros Transliteration B: akesphoros Transliteration C: akesforos Beta Code: a)kesfo/ros

English (LSJ)

ἀκεσφόρον, bringing cure, healing, c. gen. rei, E.Ion1005, Astyd.Trag.6.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que trae la curación c. gen. obj. νόσων E.Io 1005, ἄμπελος Astyd.6.

German (Pape)

[Seite 71] heilbringend, νόσων, für Krankheiten Eur. Ion 1005; ἄμπελος λύπης ἀκ. bei Athen. II, 40 b

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui guérit, qui secourt, qui sauve.
Étymologie: ἄκος, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκεσφόρος: исцеляющий (νόσων Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκεσφόρος: -ον, ὁ φέρων θεραπείαν, θεραπεύων, μ. γεν. πράγ. Εὐρ. Ἴων 1005, Ἀστυδάμ. παρ’ Ἀθην. 40Β.

Greek Monolingual

ἀκεσφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρνει τη θεραπεία, ο θεραπευτής
«τὸν μὲν θανάσιμον τὸν δ' ἀκεσφόρον νόσων» (Ευρ. Ίων 1005).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκος + -φόρος < φέρω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεσφορία.

Greek Monotonic

ἀκεσφόρος: -ον (ἄκος, φέρω), αυτός που επιφέρει θεραπεία, θεραπευτικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἄκος, φέρω
bringing a cure, healing, Eur.