ἀκεσφόρος
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
ἀκεσφόρον, bringing cure, healing, c. gen. rei, E.Ion1005, Astyd.Trag.6.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que trae la curación c. gen. obj. νόσων E.Io 1005, ἄμπελος Astyd.6.
German (Pape)
[Seite 71] heilbringend, νόσων, für Krankheiten Eur. Ion 1005; ἄμπελος λύπης ἀκ. bei Athen. II, 40 b
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui guérit, qui secourt, qui sauve.
Étymologie: ἄκος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκεσφόρος: исцеляющий (νόσων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεσφόρος: -ον, ὁ φέρων θεραπείαν, θεραπεύων, μ. γεν. πράγ. Εὐρ. Ἴων 1005, Ἀστυδάμ. παρ’ Ἀθην. 40Β.
Greek Monolingual
ἀκεσφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρνει τη θεραπεία, ο θεραπευτής
«τὸν μὲν θανάσιμον τὸν δ' ἀκεσφόρον νόσων» (Ευρ. Ίων 1005).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκος + -φόρος < φέρω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεσφορία.
Greek Monotonic
ἀκεσφόρος: -ον (ἄκος, φέρω), αυτός που επιφέρει θεραπεία, θεραπευτικός, σε Ευρ.