χωροθεσία

Revision as of 17:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, geographical situation, Ps.-Plu.Fluv.5.1.

German (Pape)

[Seite 1388] die Lage eines Landes, einer Gegend, Plut. de fluv. 5, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
situation géographique d'un pays.
Étymologie: χῶρος, θέσις.

Russian (Dvoretsky)

χωροθεσία: ἡ (географическое) положение (τῶν κατεψυγμένων τόπων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χωροθεσία: ἡ, ἡ θέσις χώρας τινός, ἡ τοπογραφικὴ θέσις αὐτῆς, Πλούτ. 2. 1150C. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
η θέση μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + -θεσία (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. ορο-θεσία].