ἀκράτως

From LSJ
Revision as of 17:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

French (Bailly abrégé)

adv.
sans mélange ; absolument, entièrement.
Étymologie: ἄκρατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκράτως: (ρᾱ) полностью, вполне, совершенно: ἀ. λευκός Luc. совершенно белый.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκράτως: [ᾰ], ἐπίρρ. τοῦ ἄκρᾱτος. ΙΙ. = ἀκρατῶς, ἐπίρρ. τοῦ ἀκρατής· ἴδε ἐν λέξεσιν.

Greek Monotonic

ἀκράτως: [ᾱ],
I. επίρρ. του ἄκρᾱτος. II. ἀκρᾰτῶς, επίρρ. του ἀκρᾰτής.

Middle Liddell

[adverb of ἄκρᾱτος.]