ἀκρόπτερον

Revision as of 17:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

τό, quill, AP6.229 (Crin.); ἀκρόπτερα φωτῶν flanking men of a hunting-party, Opp.C.4.127.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 cañón de una pluma AP 6.229 (Crin.).
2 plu. alas, flancos c. gen. de pers. ἀ. φωτῶν de una partida de caza, Opp.C.4.127.

German (Pape)

[Seite 84] τό, Flügelspitze, Crinag. 5 (VI, 229); aber ἀνέρες Opp. C. 4, 127 Männer auf der äußersten Spitze.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bout de l'aile ; ἀκρόπτερα φωτῶν OPP hommes postés à l'extrémité d'un filet.
Étymologie: ἄκρος, πτερόν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόπτερον: τό кончик крыла Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόπτερον: τό, τὸ ἄκρον τῆς πτέρυγος, Ἀνθ. Π. 6. 229˙ ἀκρόπτερα φωτῶν, αἱ πτέρυγες, δηλ. αἱ ἄκραι ὁμίλου ἀνδρῶν ἐν κυνηγεσίᾳ, Ὀππ. Κ. 4. 127.

Greek Monolingual

ἀκρόπτερον, το (Α)
1. η άκρη του φτερού
2. το άκρο μιας παρατάξεως ή μιας ομάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πτερόν.

Greek Monotonic

ἀκρόπτερον: τό, άκρο φτερού, σε Ανθ.

Middle Liddell

the tip of the wing, Anth.