ἀκρόπτερον
English (LSJ)
τό, quill, AP6.229 (Crin.); ἀκρόπτερα φωτῶν flanking men of a hunting-party, Opp.C.4.127.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 cañón de una pluma AP 6.229 (Crin.).
2 plu. alas, flancos c. gen. de pers. ἀ. φωτῶν de una partida de caza, Opp.C.4.127.
German (Pape)
[Seite 84] τό, Flügelspitze, Crinag. 5 (VI, 229); aber ἀνέρες Opp. C. 4, 127 Männer auf der äußersten Spitze.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bout de l'aile ; ἀκρόπτερα φωτῶν OPP hommes postés à l'extrémité d'un filet.
Étymologie: ἄκρος, πτερόν.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρόπτερον: τό кончик крыла Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόπτερον: τό, τὸ ἄκρον τῆς πτέρυγος, Ἀνθ. Π. 6. 229˙ ἀκρόπτερα φωτῶν, αἱ πτέρυγες, δηλ. αἱ ἄκραι ὁμίλου ἀνδρῶν ἐν κυνηγεσίᾳ, Ὀππ. Κ. 4. 127.
Greek Monolingual
ἀκρόπτερον, το (Α)
1. η άκρη του φτερού
2. το άκρο μιας παρατάξεως ή μιας ομάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πτερόν.
Greek Monotonic
ἀκρόπτερον: τό, άκρο φτερού, σε Ανθ.
Middle Liddell
the tip of the wing, Anth.