ἀνακέλαδος

Revision as of 17:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ὁ, loud shout or din, dub.l. in E.Or.185, where Sch. uses the Verb ἀνακελαδέω.

German (Pape)

[Seite 191] ὁ, das Auflärmen, Eur. Or. 182, ch.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bruit retentissant.
Étymologie: ἀνά, κέλαδος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακέλᾰδος:шум, крик Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακέλᾰδος: ὁ, ἰσχυρὰ κραυγὴ ἢ κρότος, ἦχος, Εὐρ. Ὀρ. 185, ἔνθα ὁ Σχολ. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα ἀνακελαδέω.

Greek Monolingual

ἀνακέλαδος, ο (Α)
δυνατή κραυγή, έντονος θόρυβος, οχλοβοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + κέλαδος «φωνή, βοή, κραυγή»].

Greek Monotonic

ἀνακέλᾰδος: ὁ, δυνατή κραυγή ή κρότος, σε Ευρ.

Middle Liddell

a loud shout or din, Eur.