German (Pape)
[Seite 231] ἡ, der Getreidehalm, αὐηρή Rhian. 5 (XII, 142).
Russian (Dvoretsky)
ἀνθερίκη: ἡ бот. асфодель Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθερίκη: [ῐ], ἡ, = ἀνθέρικτος, ἀνθέριξ, Ἀνθ. Π. 12. 121.
Greek Monotonic
ἀνθερίκη: [ῐ], ἡ = ἀνθέριξ, σε Ανθ.