ἀνθέριξ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
-ικος, ὁ, = ἀθήρ, beard of an ear of corn, the ear itself, Il. 20.227, Hes. Fr. 117, AP 12.121 (Rhian.). = ἀνθέρικος I. 1, stalk of asphodel, v.l. in Theoc. 1.52.
Spanish (DGE)
-ῐκος, ὁ
• Morfología: [fem. en Rhian.72.6]
espiga ἀνθερίκων καρπόν Il.20.227, Hes.Fr.62, ἕρπειν αὐηρὴν ... ἀνθέρικα Rhian.l.c., cf. Nonn.D.28.287.
• Etimología: Cf. ἀνθέρικος y ἀθήρ.
German (Pape)
[Seite 231] (vgl. ἀθήρ), ικος, ὁ, die Hachel an der Aehre und die Aehre selbst, Il. 20, 227; übh. Halm, Stengel, z. B. von Asphodelos, ἀνθερίκων Her. 4, 190; Theocr. 1, 52.
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ) :
1 barbe d'épi ; épi;
2 tige.
Étymologie: ἄνθος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθέριξ: ῐκος ὁ
1 ость колоса или колос Hom., Hes.;
2 стебель Her., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθέριξ: ῐκος, ὁ (ἄνθος) = αἰθήρ, ὁ «ἀθέρας» τοῦ στάχυος σίτου, αὐτὸς ὁ στάχυς, Λατ. spica· «ἀνθέριξ, παρὰ τὸ ἄνθος σημαίνει δὲ τὸ ἄκρον τῶν ἀσταχύων» Ἐτυμ. Μ. σ. 109. 1· ἄκρον ἐπ’ ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατάκλων Ἰλ. Υ. 227, Ἡσ. Ἀποσπ. 143 (160), Νόνν. Δ. 28, 287, κτλ. ΙΙ. ἀνθέρικος Ι. 1 (ὃ ἴδε), ἡ καλάμη ἢ ὁ καυλὸς τοῦ ἀσφοδέλου, Θεόκρ. 1. 52.
English (Autenrieth)
ικος: (beard of) ear of grain, pl., Il. 20.227†.
Greek Monolingual
ἀνθέριξ, ο (Α) αθήρ η άκρη του σταχιού των δημητριακών, ο αθέρας
2. το ίδιο το στάχι
3. ο ανθέρικος.
Greek Monotonic
ἀνθέριξ: -ῐκος, ὁ (ἄνθος), = ἀθήρ, το γένι του σταχυού ή του καλαμποκιού, το ίδιο το στάχυ, Λατ. spica, σε Ομήρ. Ιλ.
II. το άνθος του ασφόδελου, σε Ηρόδ., Θεόκρ.
Middle Liddell
ἄνθος, = ἀθήρ
I. the beard of an ear of corn, the ear itself, Lat. spica, Il.
II. = the stalk of asphodel, Hdt., Theocr.