ἀπειλητήριος
English (LSJ)
α, ον, of or for threatening, λόγοι Hdt.8.112.
Spanish (DGE)
-α, -ον amenazador λόγος Hdt.8.112.
German (Pape)
[Seite 283] drohend, λόγοι Her. 8, 112.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
menaçant.
Étymologie: ἀπειλητήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπειλητήριος: грозящий, угрожающий (λόγοι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειλητήριος: -α, -ον, ὁ, ἀπειλητικός, «φοβεριστικός», λόγος Ἡρόδ. 8. 112.
Greek Monolingual
ἀπειλητήριος, -α, -ον (Α)
αυτός που απειλεί, απειλητικός.
Greek Monotonic
ἀπειλητήριος: -α, -ον (ἀπειλέω), απειλητικός, αυτός που στοχεύει στο να εκφοβίσει, να φοβερίσει, λόγοι, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἀπειλέω
of or for threatening, λόγοι Hdt.